- αὐτοπαθῶς
- αὐτοπαθήςspeaking from one's own feelingadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοπαθής — ές (Α αὐτοπαθής, ές) (κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο αρχ. Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας II. επίρρ. αὐτοπαθῶς ενστικτωδώς, αυθόρμητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο +… … Dictionary of Greek